Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθυπίλαρχος ο [anθipílarxos] Ο20α : (στρατ.) αξιωματικός του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), του οποίου ο βαθμός αντιστοιχεί προς το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπίλαρχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθυπίλαρχος [anθipílarxos] ο, milit
- cavalry second lieutenant:
- έφτασε, πήρε το βαθμό του ανθυπίλαρχου |
- πρωί πρωί μαθαίνουμε από τον ανθυπίλαρχο διαγγελέα πως πέθανε ο K. (Terzakis) |
- ο ~
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθυπίλαρχος, cpd w. υπίλαρχος]
- cavalry second lieutenant:



