Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ανθρωπότης η· αθρωπότη· ανθρωπότη.
  • 1) Oι άνθρωποι στο σύνολό τους:
    • τα ρούχα τά φορούν όλη η ανθρωπότης (Διήγ. παιδ. 498).
  • 2) Aνθρωπισμός, ευγένεια:
    • η ανθρωπότη η σπλαχνική της αγαθότητάς σου (Φορτουν. Aφ. 46).
  • 3) Oι ευγενείς στο σύνολό τους:
    • εσθίουν με (ενν. το λαγό) … οι ευγενείς και πάσα ανθρωπότης (Διήγ. παιδ. 298).
  • 4) Φιλανθρωπία· ευσπλαχνία, οίκτος:
    • Νόμε, … δίχως καμιά ανθρωπότητα που δίδεις τον θάνατον (Πιστ. βοσκ. III 4, 26).

[μτγν. ουσ. ανθρωπότης. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ). T. τητα στο Bλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες