Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωποφαγία η [anθropofajía] Ο25 : συνήθεια, έθιμο πρωτόγονων λαών να τρώνε ανθρώπινο κρέας· κανιβαλισμός.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποφαγία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποφαγία [anθropofayía] η, (L)
- ① cannibalism, anthropophagy (syn καννιβαλισμός):
- ανθρωποφαγίες γινήκανε κάποιες και στις ελληνικές θάλασσες, απάνω σε ξέρες και σε ξερονήσια (Kontoglou) |
- το φίλημα είναι το τελευταίο ίχνος της ανθρωποφαγίας (Kampouroglou) |
- πολλά ψιθυρίζονταν για κρούσματα ανθρωποφαγίας, αλλά κανένας δεν ήξερε θετικό περιστατικό (Roufos) |
- ο Στράβων γράφει ότι όπου πήγαιναν οι πρόγονοί μας καταργούσαν την ~ (ChZalokostas)
- ② fig inhumanity, ferocity, cruelty:
- από τα ποδοσφαιρικά γήπεδα ως τον πολιτικό, ως τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό στίβο, ανθρωπομαχίες και ανθρωποφαγίες είναι η ζωή των Eλλήνων (Palaiologos) |
- ο άνθρωπος βαρέθηκε την πολιτική προπαγάνδα, την ~ και τη μεταφυσική (Athanasiadis-N)
[fr kath ανθρωποφαγία ← K, AG, der w. combin. form -φαγία; cf σαρκοφαγία etc]
- ① cannibalism, anthropophagy (syn καννιβαλισμός):



