Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποσωστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποσωστικός, -ή, -ό [anθroposostikós] (L)
  • life-saving:
    • ~ τρόπος |
    • ανθρωποσωστική δύναμη, συνέπεια

[neol, cpd w. σωστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες