Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποσφαγείο [anθroposfayío] το, (L)
- butchery of men, slaughter-house of humans:
- οι πόλεμοι ονομάζονται από πολλούς ανθρωποσφαγεία
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποσφαγείον, cpd w. σφαγείον]
- butchery of men, slaughter-house of humans: