Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπομορφικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπομορφικός -ή -ό [anθropomorfikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον ανθρωπομορφισμό: Όλες οι παλιές θρησκείες ήταν ανθρωπομορφικές. Aνθρωπομορφική αντίληψη του θεού / της φύσης. ανθρωπομορφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. anthropomorphique < anthropomorph(isme) = ανθρωπομορφ(ισμός) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπομορφικός, -ή, -ό [anθropomorfikós] (L)
  • conceived or represented in human form or w. human attributes, man-centered, anthropomorphic:
    • ανθρωπομορφική αισθητική, αντίληψη, άποψη, διανόηση, εικόνα, έννοια, θέση, θεώρηση, λατρεία, σύλληψη, τάση, τέχνη, ύλη |
    • ανθρωπομορφικό είδωλο, στοιχείο |
    • ανθρωπομορφικά μοτίβα, πρόσωπα |
    • το ανθρωπομορφικό έργο του Γκρέκο |
    • βλέπει με μάτι ανθρωπομορφικό |
    • ανθρωπομορφική παρέλαση των φυσικών φαινομένων |
    • ο άνθρωπος ποτέ δεν κατανοεί πόσο ~ είναι (Georgoulis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωπομορφικός, der of ανθρωπόμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες