Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπομετρική
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπομετρική [anθropometricí] η, (L) = ανθρωπομετρία
:
  • ~ δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει κανένας κηπουρός στον κόσμο (Athanasiadis-N)

[substantiv. f of ανθρωπομετρικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες