Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπολόι το [anθropolói] Ο44α : (προφ.) μεγάλος αριθμός, πλήθος ανθρώπων· ανθρωπομάνι.
[ανθρωπο- + -λόι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπολόι [anθropolói] το, (& ανθρωπολόγι) (D)
- throng of people, populace (syn ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομάζα, ανθρωποθάλασσα):
- απελπισμένο, ζωντανό, λαβωμένο, πεινασμένο, περίεργο, χαριτωμένο, χρωματισμένο ανθρωπολόγι |
- οι δρόμοι έρημοι από ~ |
- η πολιτεία νοιώθει πως πνίγεται μέσα στο ασταμάτητα αυξανόμενο ~ (Panagiotop) |
- το μονοπάτι του κάστρου ξέχυνε το ~ κατά το κοιμητήρι του μοναστηριού (Prevelakis) |
- αισθανότανε λυτρωμένος από κάθε δεσμό με το ~, που βουρλιζότανε στα πόδια του (Theotokas) |
- το χοχλαστικό ~ γινόταν βουρκονέρι πηγμένο από ψυχές, ιδρώτες, αίματα (Terzakis) |
- φλογερά μανιφέστα μοιράστηκαν στο κίτρινο ανθρωπολόγι (Kazantz) |
- poem κάνω θεούς σωρούς, παρηγορώ το μαύρο ~ (Kazantz Od 19.491) |
- .. ο Δίας, που κυβερνάει τον πόλεμο στης γης το ανθρωπολόγι (Homer Il 19.224 Kaz-Kakr) |
- μες στο μεθύσι του γλεντιού | έρχεται στο λημέρι μας πυκνό το ~ (StavrouAr)
[der w. combin. form -λόγι/-λόι]
- throng of people, populace (syn ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομάζα, ανθρωποθάλασσα):



