Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρωπολόγος ο [anθropolóγos] Ο18 θηλ. ανθρωπολόγος [anθropolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ανθρωπολογία: Kοινωνικός ~.
[λόγ. < γαλλ. anthropologue < antrhopo(logie) = ανθρωπο(λογία) -logue = -λόγος (διαφ. το αρχ. ἀνθρωπολόγος `που του αρέσει η προσωπική συζήτηση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπολόγος [anθropolóγos] ο, η, (L)
- anthropologist:
- παγκοσμίου φήμης ~ |
- κορυφαίος παλαιοντολόγος και ~ του καιρού μας |
- κάτι ουσιαστικό και βαθύ γλιστράει πάντοτε μέσα από τα εννοιολογικά σχήματα του ανθρωπολόγου και μένει άπιαστο (Papanoutsos)
[fr kath ανθρωπολόγος ← AG]
- anthropologist: