Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποκεντρικά [anθropocendriká] adv (L)
- in an anthropocentric way:
- κι αν το πάρουμε λίγο ~ το πράγμα, θα πρέπει αναγκαστικώς να υπάρχει και ενότητα των νόμων της οργανικής ύλης μέσα στο σύμπαν (EIR Taxidia)
[der of ανθρωποκεντρικός]
- in an anthropocentric way:



