Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποθυρίδα [anθropoθirí∂a] η, (L)
- manhole:
- ~ δεξαμενής tank manhole |
- ~ (του) λέβητα boiler manhole |
- κοιτάζω καλύτερα, και βλέπω την πόρτα, την ~ ανοιχτή (Venezis)
[fr kath (neol) ανθρωποθυρίς (pl -θυρίδες Koumanoudis), cpd w. θυρίς]
- manhole:



