Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρωποθάλασσα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωποθάλασσα η [anθropoθálasa] Ο27 : μεγάλος αριθμός, πλήθος (συγκεντρωμένων) ανθρώπων: Mια ~ ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης.

[λόγ. ανθρωπο- + θάλασσα κατά το ανθρωποπλημμύρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποθάλασσα [anθropoθálasa] η, (L)
  • a large number of people, a multitude of persons, large crowd (syn λαοθάλασσα, ανθρωποπλημμύρα, κοσμοπλημμύρα):
    • ~ κατέκλυζε τους δρόμους |
    • η μεγάλη ~, η γη |
    • η ~ της κινέζικης γης |
    • όταν πρόβαλε ο ήλιος, το φως του ξαπλώθηκε, ζεστό και ζωογόνο, πάνω στην ~ (Karagatsis) |
    • καταφέραμε με πολλά βάσανα να βγούμε από την ~ (Tachtsis) |
    • τα έθνη δεν έχουν αποκτήσει συνείδηση της ξεχωριστής φυσιογνωμίας τους και η ~ σύνορα δεν έχει (Papanoutsos) |
    • χάζευε την κίνηση της ανθρωποθάλασσας όταν ένοιωσε να τον τραβάνε από την άκρη του χιτώνα (Roufos) |
    • poem .. ορμάν στη λευτεριά που ανοίγεται μπροστά τους | ~ της ζωής, σ' εσέ, δημοκρατία (Sikel)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωποθάλασσα, cpd w. θάλασσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go