Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπογενής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπογενής -ής -ές [anθropojenís] Ε10 : που έχει δημιουργηθεί, κατασκευαστεί από άνθρωπο: Φυσικά και ανθρωπογενή στοιχεία του περιβάλλοντος.

[λόγ. ανθρωπο- + -γενής μτφρδ. αγγλ. man-made]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπογενής, -ής, -ές [anθropoyenís] (L)
  • made by man, man-made, anthropogenic:
    • ανθρωπογενές περιβάλλον |
    • ανθρωπογενείς παράγοντες |
    • ανθρωπογενείς αιτίες θνησιμότητος |
    • οι ανθρώπινοι οικισμοί αποτελούν την πιο πρακτική εκδήλωση του τεχνητού, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος |
    • οι περισσότεροι παράγοντες των αγγειοκαρδιακών παθήσεων φαίνεται ότι είναι ανθρωπογενείς και συνεπώς επιδεκτικοί προλήψεως

[fr kath ανθρωπογενής ← PatrG, der w. combin. form -γενής; cf μονογενής, πρωτογενής etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες