Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωποαπερίκοπτος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- κλεισούρας εδιεβήκαμεν ανθρωποαπερικόπτους (Λίβ. Sc. 1581).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. απερίκοπτος (11. αι., LBG)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος: