Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωποαπερίκοπος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος:
- κλεισούρας εδιέβημεν ανθρωποαπερικόπους (Λίβ. P 1877).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. απερίκοπος (βλ. ά.)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν μπορεί να τον διασχίσει άνθρωπος: