Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανθρωποακατούνευτος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) που δεν κατοικείται από ανθρώπους, έρημος:
- (Λίβ. Sc. 2372 κριτ. υπ).
[<ουσ. άνθρωπος + επίθ. *ακατούνευτος (<στερ. α‑ + κατουνεύω)]
- (Προκ. για τόπο) που δεν κατοικείται από ανθρώπους, έρημος: