Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωποαγορά [anθropoaγorá] η, (L)
- slave market:
- στις ανθρωποαγορές τα κορίτσια που κοκκίνιζαν είχαν μεγαλύτερη ζήτηση, άρα μεγαλύτερη αξία (Katsigra)
[cpd w. αγορά]
- slave market: