Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωποαγορά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωποαγορά [anθropoaγorá] η, (L)
  • slave market:
    • στις ανθρωποαγορές τα κορίτσια που κοκκίνιζαν είχαν μεγαλύτερη ζήτηση, άρα μεγαλύτερη αξία (Katsigra)

[cpd w. αγορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες