Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπιστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπιστικά [anθropistiká] adv(L)
  • humanely (syn ανθρώπινα 2):
    • τοποθετημένη η προσωπικότητα μέσα σε ~ οργανωμένη πολιτεία, γίνεται πηγή δημιουργίας (Theodorakop) |
    • αντιμετωπίζουν το πρόβλημα του πολέμου συναισθηματικά και ~ (Argyriou) |
    • προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει ~ ο καραγκιοζοπαίχτης το κοινό (Ioannou)

[der of ανθρωπιστικός; cf kath (neol, Kounanoudis) ανθρωπιστικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες