Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπινά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθρωπινά, επίρρ.
  • 1) Όπως οι άνθρωποι:
    • το πουλίν … ανθρωπινά εσύντυχεν (Λίβ. Sc. 1083).
  • 2) Όπως οι άνδρες:
    • να κάτσει (ενν. η ρήγαινα) ανθρωπινά (Mαχ. 44413).

[<επίθ. ανθρωπινός. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρώπινα [anθrópina] adv(L)
  • ① as a man, humanly (syn ανθρωπινά 1, ανθρωπίνως):
    • κάτι είναι ~ κατορθωτό |
    • μιλεί ~ |
    • οι αρχαίοι Έλληνες .. όλη τη γύρω τους φύση την είδαν ~ μαζί και θεϊκά μεταμορφωμένη (Theodorakop)
  • ② humanely, decently, kindly (syn ανθρωπινά 3,:
    • πιο πάνω κι από τις αμοιβές και τις δύσκολες συνθήκες εργασίας και τη σκληρή εργασία είναι για τα ανθρώπινα όντα να τους φέρονται ~ |
    • τον βοήθησε ~ ως φίλος (Kanellop) |
    • απάνω στη γης ετούτη θερμά, ~, φέρνει την καλήν αγγελία ο άντρας στη γυναίκα (Kazantz)

[der of ανθρώπινος; cf kath ανθρωπίνως]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπινά [anθropiná] adv (D)
  • ① = ανθρώπινα 1:
    • αυτό το αηδόνι χωρατεύει ~ |
    • poem για σε θνητούς κοντά μη βρίσκουμαι, που ~ μιλούνε (Homer Od 6.125 Kaz-Kakr)
  • ② like human beings, adequately, enough (near-syn αρκετά, επαρκώς L, ικανοποιητικά):
    • φάγαμε ~ |
    • πέντε έξι οικογένειες, παλιές του τόπου, ζούσανε κομμάτι πιο ~ (Petsalis) |
    • πρέπει να ζήσουν αυτοί οι βουνήσιοι κάπως ~ (PVasileiou)
  • ③ = ανθρώπινα 2:
    • του μίλησε, του φέρθηκε ~ |
    • όταν της προκαλούσαν τον πόνο για το γέρο, μιλούσε ανθρωπινότερα (Kokkinos)

[der of ανθρωπινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες