Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρωπάκος [anθropákos] ο,
- ① = ανθρωπάκης 1:
- ήταν ένας ~ κοντός, χλωμός και κακομοίρης στο παρουσιαστικό (Myriv) |
- κάποιος αδύνατος ~ παρακαλούσε κλαίοντας τον αξιωματικό να του σώσει τα παιδιά (TAthanasiadis) |
- κοντός ~ με παράστημα στρατιωτικό, με ειρηνικότατη ψυχή (Palam) |
- είδε σκαρφαλωμένο σ' ένα κλαρί δένδρου έναν ανθρωπάκο (EVlachou)
- ⓐ = ανθρωπάκι 1b:
- οι Γερμανοί ζωγράφισαν δύο μικρούς ανθρωπάκους, τον Έλληνα και τον Aρμένη (Petsalis) |
- ο κόκκινος ~ και ο πράσινος ~ στις γωνιές των μεγάλων δρόμων άρχισαν τη σηματοδοτική υπηρεσία τους (Loukatos)
- ② = ανθρωπάκης 2:
- εμείς οι ανθρωπάκοι |
- ανθρωπάκοι κι αφεντάδες |
- ήταν ένας ~ συνηθισμένος, ένας τιποτένιος |
- δύσκολο να μυρίσεις το ρόδο και να μην ξεφωνίσεις από χαρά, το ίδιο αν είσαι ~, το ίδιο αν είσαι Σαιξπήρος (Palam) |
- poem δεν νοιάζονται για τους φτωχούς ανθρωπάκους σαν εσένα (Lefkis)
- ③ = ανθρωπάκης 3:
- έμοιαζε μάλλον ~ |
- αρέσει στους ανθρωπάκους να μεγαλοποιούν τα μικροπεριστατικά της ζωής (PGlezos) |
- ήταν ένας ~ με άμετρο εγωισμό (AVlachos) |
- απομείναμε μίζεροι, κακότροποι, στενόκαρδοι ανθρωπάκοι (Kazantz)
- ④ = ανθρωπάκης 4:
- αγαθός ~ |
- ~ ειρηνικός και καλόκαρδος |
- για την εγχείριση ο ~ στέλνει στο κορίτσι εκατό χιλιάδες δραχμές (Terzakis)
[augmentat. of ανθρωπάκι]
- ① = ανθρωπάκης 1:



