Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρακωρυχείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακωρυχείο το [anθrakorixío] Ο39 : ορυχείο από όπου εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτης κ.ά.): Εργάτες που δουλεύουν σε ανθρακωρυχεία.

[λόγ. ανθρακ(ο)- + -ωρυχείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακωρυχείο [anθrakoriCío] το, (L)
  • coal mine, coal pit, coal field, colliery:
    • το κάρβουνο που χρειάζεται για τη φωτιά έρχεται από τα ανθρακωρυχεία (Venezis) |
    • στο ~ ξαφνικά ανακαλύψαμε πολύτιμα μέταλλα (Theotokas) |
    • χρησιμοποιούσαν πετροκάρβουνο γιατί η εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων δεν ήταν συστηματική (Evelpidis) |
    • ένα ~ χίλια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης (Vasilikos)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακωρυχείον, cpd of άνθραξ & combin. form -ωρυχείον; cf χρυσωρυχείον, χαλκωρυχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες