Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρακοποίηση η [anθrakopíisi] Ο33 : η φυσική μεταβολή του ξύλου και γενικότερα κάθε φυτικής ή ζωικής ύλης σε άνθρακα με την καύση.
[λόγ. ανθρακο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. carbonisation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρακοποίηση [anθrakopíisi] η, (L)
- carbonization, charring (syn εξανθράκωση L, καρβούνιασμα):
- με την ~ τα ξύλα μεταβάλλονται σε άνθρακα
[fr kath ανθρακοποίησις, der of ανθρακοποιώ]
- carbonization, charring (syn εξανθράκωση L, καρβούνιασμα):



