Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθρακασβέστιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακασβέστιο το [anθrakazvéstio] Ο42 : (χημ.) ανόργανη ένωση άνθρακα και ασβεστίου.

[λόγ. ανθρακ(ο)- + ασβέστιον μτφρδ. γαλλ. carbure de calcion]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακασβέστιο [anθrakazvéstio] το, (L) chem, industry
  • calcium carbide (syn ανθρακούχο ασβέστιο):
    • από το ~ παράγεται η ασετυλίνη |
    • το ~ είναι κρυσταλλική σκόνη

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακασβέστιον, cpd of άνθραξ & ασβέστιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go