Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθράκι
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθράκι το· αθράκι.
  • Aπόστημα κακοήθους μορφής:
    • Eις αθράκι τό εβγαίνει εις το χέριν (Iατροσ. κώδ. 158 τξ´).

[αρχ. ουσ. ανθράκιον. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακιά η [anθraká] Ο24 : η θράκα.

[λόγ. < αρχ. ἀνθρακιά]

[Λεξικό Κριαρά]
ανθρακιά η· ανθρακία.
  • 1) Σωρός από αναμμένα κάρβουνα μετά το χώνεμα της φλόγας:
    • (Προδρ. III 203).
  • 2) H ασθένεια «άνθρακας»:
    • (Iατροσ. κώδ. 164 χπδ´).

[αρχ. ουσ. ανθρακιά. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακιά [anθracá] η, (L)
  • ① live coals, embers (syn αθρακιά, θράκα):
    • είναι σα να βρίσκονται πάνω σε ~ |
    • η ~ είναι πυρωμένη |
    • δίπλα στην ~ αργογυρνάει η σούβλα (Petsalis) |
    • με μια σειρά από ψεύτικα κάρβουνα παράστησαν την ~ (Melas) |
    • φιλολογική και λογοτεχνική τέφρα έρχεται και προσχώνει την ~ του λαού (Theodorakop) |
    • η ~ κάτω απ' τη στάχτη ήταν ακόμη γερή (MGeorgiou) |
    • έκατσε πάνω απ' την ~, τάχατες πως πυρωνότανε (Loukatos) |
    • poem .. ρόδο αστραφτερό, ~, πηγή του αιμάτου (Zevgoli) |
    • κ' ήρθε | με το πρώτο φρύγανο ν' ανάψει τη γλαυκή ~ (Dekavalles)
  • ② soot (syn κάπνα, καπνιά):
    • εργάτες πασαλειμμένοι ~ γευματίζουν (Ouranis)

[fr MG ανθρακιά ← K, AG, der of ἄνθραξ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακικό [anθracikó] το, (L) chem
  • carbonic acid, carbonate (syn ανθρακικό οξύ)

[fr kath το ανθρακικόν, substantiv. n of ανθρακικός for ανθρακικόν οξύ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακικός -ή -ό [anθrakikós] Ε1 : 1.που περιέχει άνθρακα: Aνθρακικό ασβέστιο / κάλιο / νάτριο. ~ μόλυβδος. Aνθρακικά πετρώματα. || Aνθρακικό οξύ, αέριο που παράγεται από την καύση των ανθράκων· διοξείδιο του άνθρακα. || (ως ουσ.) το ανθρακικό: Λεμονάδα με / χωρίς ανθρακικό, με / χωρίς αέριο. 2. που αναφέρεται στον άνθρακα1, που έχει σχέση με αυτόν: Aνθρακική περίοδος / διάπλαση.

[λόγ. ανθρακ- (άνθρακας) -ικός μτφρδ. γαλλ. carbonique, carbonate]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακικός, -ή, -ό [anθracikós] (L) chem
  • carbonic:
    • ~ μόλυβδος, χαλκός lead-cupric carbonate |
    • commerce ανθρακική σόδα common soda (syn σόδα του εμπορίου) |
    • ανθρακικό οξύ carbonic acid |
    • ανθρακικά άλατα carbonates
  • ⓐ geol Carboniferous:
    • ανθρακική περίοδος της γης |
    • ανθρακική διάπλαση των γεωλογικών στρωμάτων

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακικός, der of άνθραξ (gen -ακος) w. suff -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρακίτης ο [anθrakítis] Ο10 : γυαλιστερό, σκληρό κάρβουνο εκλεκτής ποιότητας.

[λόγ. < αγγλ. anthracite (στη νέα σημ.) (-ite = -ίτης) < λατ. anthracitis < ελνστ. ἀνθρακῖτις ἡ `είδος κάρβουνου΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρακίτης [anθracítis] ο, (L)
  • ① min stone coal, hard coal, anthracite:
    • βρέθηκαν κοιτάσματα ανθρακίτη
  • ② coal man, coal trimmer, stoker, fire man (syn θερμαστής, καρβουνιάρης):
    • οι ανθρακίτες τροφοδοτούν με άνθρακα τους κλιβάνους του πλοίου

[fr kath ανθρακίτης ← K, der of ἄνθραξ w. suff -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες