Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοφορώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθοφορώ [anθoforó] Ρ10.9α : παράγω, βγάζω άνθη, ανθίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθοφορῶ, αρχ. σημ.: `παίρνω μέλι από άνθη (για μέλισσα)΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοφορώ [anθoforó] ανθοφορεί, ipf ανθοφορούσα, aor ανθοφόρησα (subj ανθοφορήσω), (L)
  • ① bear flowers (near-syn ανθίζω):
    • η αμυγδαλιά, η λεμονιά, η ροδιά ανθοφορεί |
    • ο φυτικός κόσμος φυλλομανάει κι ανθοφορεί ενθουσιαστικά (Evangelidis)
  • ② fig flower, blossom, prosper, thrive, do well (syn in ανθίζω 2b):
    • ανθοφορεί το πνεύμα |
    • η ελευθερία μπορεί ν' ανθοφορήσει |
    • βλέπουμε συχνά τις ιδέες να βλασταίνουν, ν' ανθοφορούν, να καρπίζουν και ν' αφανίζονται (Panagiotop) |
    • οι φυσικές του προδιαθέσεις θ' ανθοφορήσουν (Spandonidis) |
    • poem πίσω απ' αυτό το λόφο | ανθοφορεί η Γη της Xαναάν όμοια καθώς ανθοφορεί | η αγάπη στην καρδιά μας (Simop)

[fr kath ανθοφορώ ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες