Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθοτόπι [anθotópi] το,
- place where flowers are growing (syn ανθότοπος):
- η πεταλούδα πετούσε σ' ανθοτόπια, σ' ανθοκήπια, σε βασιλικά περιβόλια (Vlachogiannis) |
- ανάμεσα στ' άλλα πετούμενα, στ' αγρίμια και στα σερπετά, σε δάση απάτητα, σε ανθοτόπια παρθένα (Nyntas)
[cpd of άνθος & τόπος]
- place where flowers are growing (syn ανθότοπος):



