Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοστόλιστος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανθοστόλιστος, επίθ.
  • Που είναι στολισμένος με άνθη:
    • κάμποι ανθοστόλιστοι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5524).

[<ουσ. άνθος + στολίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθοστόλιστος -η -ο [anθostólistos] Ε5 : που είναι στολισμένος με λουλούδια: Aνθοστόλιστη αίθουσα.

[ανθο- + στολισ- (στολίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοστόλιστος, -η, -ο [anθostólistos] s. ανθοστολισμένος
:
  • ~ κήπος, λόφος |
  • ανθοστόλιστη αυλή, βεράντα, πλαγιά |
  • ανθοστόλιστο σαλόνι, σπίτι, τραπέζι |
  • την πήρε να την πάει στην μάνα του, νυφούλα ανθοστόλιστη και τρισευτυχισμένη (Xenop) |
  • τα βυζαντινά εκκλησάκια και τα κάστρα (της Kύπρου) δεν είναι χαροπά και ανθοστόλιστα όπως τα κάστρα της Pόδου (Myriv) |
  • μια βρυσούλα ανθοστόλιστη διηγιέται με θλιβερότητα και μ' ευλάβεια το ερωτικό μαρτύριο της Φραντζέσκας (Athanasiadis-N) |
  • τα ανθοστόλιστα μέτωπα των ηγεμόνων κεράμων κατασκευάζονταν στη Θάσο (Bakalakis) |
  • poem ο κόσμος στη χαρά του | είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά .. (Valaor) |
  • δάση, βουνά ανθοστόλιστα | και κρυσταλλένια βρύση (Typaldos) |
  • τα γέλια της ακούοντ' απ' την αυγούλα | κάτω από τ' ανθοστόλιστα δεντράκια (Mavilis) |
  • μες στο στερνό ανθοστόλιστο κλινάρι, | με τη λευκή νυφιάτικη στολή κλ (Porphyras) |
  • προχωρήστε όλοι εμπρός με καρδιά | σε ανθοστόλιστες μέσα αγκαλιές λιβαδιών (StavrouAr)

[fr MG ανθοστόλιστος, cpd of άνθος & ModG στολιστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες