Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθοπώλιδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοπώλιδα [anθopóli∂a] η, (L)
  • flower girl:
    • ανθοπώλιδες και μικροπωλητές κυκλοφορούν ανάμεσά μας, γραφικοί και θορυβώδεις (Ouranis) |
    • η K. μάς πρόσφερε όλα τα γνωρίσματα της πραγματικότητος του βαλς, τους ευέλπιδες, τις ανθοπώλιδες κλ (ChKliridis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοπώλις, f of ανθοπώλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες