Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθοπωλείο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθοπωλείο το [anθopolío] Ο39 : το κατάστημα όπου πουλιούνται λουλούδια και διακοσμητικά φυτά.

[λόγ. ανθοπώλ(ης) -είον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοπωλείο [anθopolío] το,
  • flower shop, florist's shop, flower seller's stand:
    • αποφασίστηκε η μεταφορά των ανθοπωλείων σε πιο κατάλληλο χώρο

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθοπωλείον, cpd of άνθος & combin. form -πωλείον (: πωλώ, ανθοπώλης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go