Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθολόγηση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθολόγηση η [anθolójisi] Ο33 : η διαδικασία της επιλογής πεζών ή ποιητικών κειμένων ή των καλύτερων κομματιών από αυτά, με σκοπό τη συγκρότηση συλλογής, ανθολογίας.

[λόγ. ανθολογη- (ανθολογώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθολόγηση [anθolóyisi] η, (L)
  • excerpting, excerption (syn ανθολόγημα 2a):
    • παλαιότερες ανθολογήσεις |
    • είναι δίκαιο να κριθεί αυτή η πρώτη ~ του νεοελληνικού ρητορικού λόγου με κάποιαν επιείκεια (Tsatsos) |
    • ο κόσμος γνώριζε τον M. από μερικές ανθολογήσεις κι από μερικά ισχνά επιμνημόσυνα, ευκαιριακά δημοσιεύματα (Valetas) |
    • πρέπει να δοθεί και στο διήγημα ο απαραίτητος για πρώτη του ~ χώρος (Athanas, adapted) |
    • η ~ σταματούσε προ μιας εικοσαετίας, αφήνοντας έτσι απέξω πολύ άξιο ανθολογήσεως υλικό της νεώτερής μας ποίησης (RApostolidis)

[der of ανθολογώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go