Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθολόγημα [anθolóyima] το, (L)
- ① gathering of flowers
- ② fig excerpting, excerption (syn ανθολόγηση):
- αν ήταν για τον εαυτό του, μόνο σε ~ δε θα 'φτανε κυνηγώντας τ' όνειρό του· μα είναι για τους άλλους (RApostolidis)
- ⓐ passage excerpted, excerpt:
- εκλεκτά ανθολογήματα |
- προσπάθειά μας ήταν να δοθούν ανθολογήματα από περισσότερα κατά το δυνατόν έργα του κάθε πεζογράφου (ChKyprianou)
[der of ανθολογώ]



