Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθοκόμος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθοκόμος ο [anθokómos] Ο18 θηλ. ανθοκόμος [anθokómos] Ο35 : αυτός που ασχολείται συστηματικά με την καλλιέργεια διακοσμητικών φυτών.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθοκόμος `σκεπασμένος με λουλούδια΄ σημδ. γερμ.(;) Blumenzüchter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθοκόμος [anθokómos] ο, η, (L)
  • floriculturist, florist (syn ανθοκαλλιεργητής):
    • η τέχνη του ανθοκόμου |
    • η σοφία των παλιών κινέζων ανθοκόμων έκανε ευτυχία των ματιών τους καλοσχεδιασμένους κήπους (Charis) |
    • η έκθεση θα ήταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, αν ήταν επίδειξη ερασιτεχνών ανθοκόμων (Melas)

[fr kath ανθοκόμος, cpd of άνθος & combin. form -κόμος; cf also K adj ἀνθοκόμος 'decked w. flowers, flowery']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go