Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθογυάλι το [anθojáli] Ο44 : (παρωχ.) γυάλινο και, με επέκταση, κάθε είδους ανθοδοχείο.
[ανθο- + γυαλ(ί) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθογυάλι [anθoyáli] το, (D)
- glass vase or flower pot (syn ανθοδοχείο, ανθοδόχη):
- ανθογυάλια με μαβιές γλυσίνες κι άσπρες πασχαλιές (Karagatsis) |
- έσβησε όπως ένα νούφαρο που το ξεριζώνουν από τα νερά για να το κλείσουν σε χρυσό ~ (Myriv) |
- η κόρη του βιβλιοπώλη στόλιζε πάντα το ~ της με μαργαρίτες (KPolitis) |
- οι Γιαπωνέζοι διδάσκουν σε ειδικά σχολεία, τόσο στις γκέισες όσο και στα κορίτσια των καλών οικογενειών, την τέχνη να τοποθετούν τα λουλούδια στ' ανθογυάλια για να προβάλλεται η ομορφιά (Evelpidis) |
- poem ποιος εράγισε τ' άλικο ~ | και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα (Mavilis) |
- κάθε άρωμα που ξεψυχά μες στο ~ | ξεμυστηρεύεται κι απ' έναν ήχο ξεχασμένο (Melachrinos) |
- τι έχεις | κι όλο μαραίνεσαι σα ρόδο στο ~; (Rotas) |
- σαν κρίνο που αργολιώνει στ' ~, | φυλλορροούσε η πένθιμη η ψυχή μου (Myrtiotissa)
[cpd of άνθος & γυαλί]
- glass vase or flower pot (syn ανθοδοχείο, ανθοδόχη):



