Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθηρά [anθirá] adv (L)
- bloomingly, flourishingly:
- poem στέριωσαν οι νέες εικόνες, νοιώσαμε τις νέες μορφές, | που ~ μας περιβάλαν, ξαφνικά, σε μια νυχτιά (Papatsonis)
[der of ανθηρός; cf kath (Koumanoudis) ανθηρώς]
- bloomingly, flourishingly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθήρας ο [anθíras] Ο2 : μικρό εξόγκωμα στο ανώτατο άκρο του στήμονα (σε μερικά άνθη), όπου βρίσκεται η γύρη.
[λόγ. ανθ(ήρ) -ήρας < γαλλ. anthère < αρχ. ἀνθηρός]



