Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθεκτικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθεκτικότητα η [anθektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανθεκτικού, η δύναμη αντοχής: Yλικά υψηλής ανθεκτικότητας. Δοκιμάστηκε η ~ της κατασκευής. Έχει μεγάλη ~ στην πείνα / στη δίψα / στο κρύο.

[λόγ. ανθεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθεκτικότητα [anθektikótita] η, (L)
  • durability, endurance, lastingness, resistence (syn αντοχή):
    • η ~ του κτίσματος |
    • η ~ που αναπτύσσουν τα βακτηρίδια προκαλείται από τη συνήθη ιατρική χρήση και κατάχρηση των αντιβιοτικών |
    • τα σταφύλια της ποικιλίας ροζακί έχουν μεγάλη ~ στη μεταφορά και σε προχωρημένη εποχή (Varelas) |
    • οι ψαράδες δεν ξέρουν ως ποιο βαθμό φτάνει η ~ αυτών των υγρών (Zappas) |
    • η κυβέρνηση, αν υφίσταται τις πιέσεις μιας οικονομικά ισχυρής μειοψηφίας, δεν μπορεί να έχει τον απαιτούμενο βαθμό ανθεκτικότητας (Zachareas, adapted)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθεκτικότης, der of ανθεκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες