Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθήρας ο [anθíras] Ο2 : μικρό εξόγκωμα στο ανώτατο άκρο του στήμονα (σε μερικά άνθη), όπου βρίσκεται η γύρη.

[λόγ. ανθ(ήρ) -ήρας < γαλλ. anthère < αρχ. ἀνθηρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go