Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφοροκατήφορος ο [aniforokatíforos] Ο20 : 1.δρόμος που έχει διαδοχικά ανηφορικά και κατηφορικά τμήματα. 2. (μτφ.) διαδοχική εναλλαγή ευτυχίας και δυστυχίας, καλού και κακού στην ανθρώπινη ζωή.
[ανήφορ(ος) -ο- + κατήφορος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηφοροκατήφορος [aniforokatíforos] ο,
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs:
- βασανιστικός ~ |
- καλντερίμια της πολιτείας δεν τα αισθάνεται κανείς βασανιστικά στα πόδια του με τον ατελεύτητο ανηφοροκατήφορό τους (Panagiotop) |
- οι δρόμοι ήταν μόλις χαραγμένοι, ανηφοροκατήφοροι (Terzakis)
[cpd of ανήφορος & κατήφορος]
- ascent and descent, up and down climb, pl ανηφοροκατήφοροι οι, ups and downs: