Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανηφορικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανηφορικός -ή -ό [aniforikós] Ε1 : (για έδαφος, δρόμο κτλ.) που το επίπεδό του έχει κλίση προς τα πάνω. ANT κατηφορικός: ~ δρόμος. Στα στενά, ανηφορικά σοκάκια της παλιάς γειτονιάς. ανηφορικά ΕΠIΡΡ.

[ανήφορ(ος) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηφορικός, -ή, -ό [aniforikós]
  • ascending, uphill (ant κατηφορικός):
    • ~ δρόμος, τόπος |
    • ανηφορική πλαγιά |
    • ανηφορικό βουνό, δρομάκι, επίπεδο, μονοπάτι |
    • άνθρωποι τυλιγμένοι στα παλτά τους γλιστράνε δισταχτικοί σε κάποιο ανηφορικό σοκάκι (Melas) |
    • αποδώ κ' εμπρός μας περιμένουν ανηφορικές στροφές η μια κοντά στην άλλη (Varelas) |
    • η γενική μορφή των σπιτιών καθορίστηκε απ' το ανώμαλο και ανηφορικό έδαφος του λόφου (MChatzidakis) |
    • poem πορεύομαι μέρα και νύχτα, | νύχτα και μέρα | στον ανηφορικό δρόμο (Vafop)
  • ⓐ fig difficult, hard (syn δύσκολος, ant κατηφορικός, εύκολος):
    • η επικοινωνία με την ελληνική φύση υψώνει τις αισθήσεις από δρόμο ίσο και ανηφορικό προς την ιδέα (Tsatsos) |
    • πρέπει να πάρουμε πάλι από την αρχή τον ανηφορικό δρόμο των αναζητήσεων (Papanoutsos) |
    • ο Π. με τα τραγούδια του αυτά κεντρίζει το εθνικό σώμα στην ανηφορική του πορεία (Chourmouzios, adapted) |
    • είχαν ανεβεί τον τραχύ και ανηφορικό δρόμο της γνώσης (Vacalop)

[fr LMG (Somavera, 1709) ανηφορικός, der of ανήφορος w. suff -ικός; cf κατηφορικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες