Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανηφοριάζω [aniforjázo] Ρ2.1α : (σπάν. για δρόμο ή έδαφος) γίνομαι ανηφορικός, έχω κλίση προς τα πάνω· ανηφορίζω. ANT κατηφοριάζω: Aπό ένα σημείο και πέρα ο δρόμος ανηφοριάζει.
[ανήφορ(ος) -ιάζω]