Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανηθόσπορος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ανηθόσπορος ο.
  • Σπόρος άνηθου:
    • (Ιατροσόφ. 868).

[<ουσ. άνηθον + σπόρος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανηθόσπορος [aniθósporos] ο,
  • dillseed

[cpd of άνηθο & σπόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες