Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεύθυνος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεύθυνος -η -ο [anéfθinos] Ε5 : 1.που ενεργεί και συμπεριφέρεται χωρίς αίσθηση ευθύνης. ANT υπεύθυνος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mε την ανεύθυνη συμπεριφορά του δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. 2α. που δεν ευθύνεται για τις πράξεις του, που δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λόγο γι΄ αυτές: Σύμφωνα με το Σύνταγμα ο Πρόεδρος είναι ~ άρχοντας. || (ως ουσ.) το ανεύθυνο, η έλλειψη ευθυνών: Tο ~ του ανώτατου άρχοντα. β. που δε φέρει ευθύνη (για κτ. που συνέβη): Ο οδηγός του αυτοκινήτου είναι ~ για το δυστύχημα. γ. που δεν μπορεί κανείς να του αποδώσει ευθύνες: Tα μικρά παιδιά θεωρούνται ανεύθυνα. δ. (νομ.) που δεν έχει νομική ευθύνη, υποχρέωση: Ο πωλητής είναι ~, αν το εμπόρευμα πάθει ζημιά από υπαιτιότητα του αγοραστή. ανεύθυνα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 1· χωρίς αίσθηση ευθύνης, χωρίς υπευθυνότητα: Διαδίδει ~ και επιπόλαια διάφορες φήμες. Ενεργεί ~ και χωρίς σοβαρότητα.

[λόγ.: 2α: αρχ. ἀνεύθυνος· 1, 2β-δ: σημδ. γαλλ. irrésponsable]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεύθυνος1 [anéfθinos] ο, (L)
  • ① unaccountable, irresponsible person (ant ο υπεύθυνος):
    • οι ανεύθυνοι αγνοούσαν το πλέγμα κινδύνων που επικρατούσε (Charis) |
    • μονάχα το αίμα των υπεύθυνων θυμάτων μπορούσε να στεριώσει το θρόνο του μεγάλου ανεύθυνου (Karagatsis)
  • ② person not acting w. responsibility, irresponsible person (ant ο υπεύθυνος):
    • χρειαζόταν προσοχή να μην περάσουν τα πράγματα σε χέρια ανεύθυνων (LPolitis) |
    • η εξουσία από τους υπεύθυνους θα περνούσε στους ανεύθυνους (Psathas)

[substantiv. m of ανεύθυνος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεύθυνος2, -η, -ο [anéfθinos] (L)
  • ① unaccountable, irresponsible (ant υπεύθυνος, υπόλογος):
    • ~ αρχηγός |
    • ανέμελα, ανεύθυνα χρόνια |
    • ο ανώτατος άρχων είναι ~ |
    • δεν είσαι ~ για τις πράξεις σου |
    • ο βασιλιάς κατά το σύνταγμα δεν ενεργεί καμιά υπεύθυνη πράξη και μ' αυτό τον όρο μένει ~ κι απαραβίαστος (Christidis, adapted) |
    • η ανεύθυνη αυλή με την ένοχη συγκατάβαση των υπευθύνων συμβούλων της εκδηλώνει απροθυμία προκειμένου να δεχθεί σε ακρόαση βουλευτές της αντιπολιτεύσεως (Palaiologos)
  • ② not acting or not done with responsibility, irresponsible (ant υπεύθυνος):
    • ανεύθυνη ενέργεια, διάδοση, κουβέντα, πράξη, συζήτηση, συμπεριφορά, τακτική |
    • ~ οικονομική πολιτική |
    • ~ εισήγηση ανεύθυνων ανθρώπων |
    • οι νέοι του εικοστού αιώνα δεν είναι μήτε ασυλλόγιστοι μήτε ανεύθυνοι (Panagiotop) |
    • όλα αυτά είναι ανεύθυνα σχεδιάσματα ή άστοχα αντίγραφα από διαβάσματα (Theodorakop) |
    • μια ανθολογία είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ανεύθυνη και η πιο άνανδρη κριτική (Athanasiadis-N) |
    • τα κείμενα αυτά περιορίζονται σε ανεύθυνες προχειρολογίες, θελημένες παρεξηγήσεις ή και άπρεπες διαβολές (Dimaras)
  • ③ not responsible, guiltless, innocent (syn L αναίτιος):
    • κανείς δεν είναι ~ για το μαρτύριό του (Papanoutsos) |
    • ο Kαντ δεν είναι ~ για τη μετατόπιση του σκοπού της ηθικής αξίας της ζωής προς το μέλλον (Theodorakop) |
    • η Eλένη στάθηκε όργανο των Θεών και συνεπώς ανεύθυνη η ίδια (Lekatsas) |
    • αυτός είχε μείνει ανίκητος κι ο μόνος ~ για τη χρεοκοπία (Christidis)

[fr kath ανεύθυνος ← AG, K, cpd of pref ἀν- & AG εὐθύνη; cf Ξπεύθυνος, ἀνυπεύθυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες