Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύθυνο [anéfθinο] το, (L)
- ① unaccountability, irresponsibility (syn ανευθυνότητα 1, ant υπευθυνότητα):
- το ~ του θεού |
- η άποψη του ανεύθυνου της θεότητας κορυφώνεται στον Πλάτωνα (Dragona-M) |
- το ~ του προέδρου της δημοκρατίας |
- μιλά για τον πειρασμό του ανεύθυνου που δοκιμάζουν από κληρονομικότητα οι πιο πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων (Fteris)
- ② irresponsibility (syn ανευθυνότητα 2, ant υπευθυνότητα):
- τον χαρακτηρίζει το ~ των πράξεών του
[substantiv. n of ανεύθυνος2]
- ① unaccountability, irresponsibility (syn ανευθυνότητα 1, ant υπευθυνότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευθυνοκρισία [anefθinokrisía] η, (L)
- irresponsible judgment or opinion:
- χαρακτηρίζεται από ~ |
- τρέπεται προς την ~ και προς την ανευθυνολογία, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να γίνει ένα πλάσμα απερίσκεπτο και ανεδαφικό (Papanoutsos)
[neol (kath), cpd of AG ἀνεύθυνος & combin. form -κρισία (: κρίνω)]
- irresponsible judgment or opinion:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευθυνολογία η [anefθinolojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανευθυνολογώ: Οι ανευθυνολογίες σχετικά με την υποτίμηση δημιούργησαν αναταραχή στην αγορά.
[λόγ. ανευθυνολογ(ώ) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευθυνολογία [anefθinoloyía] η, (L)
- talking irresponsibly, irresponsible talk (ant ευθυνολογία):
- κίνδυνοι της ανευθυνολογίας |
- πολιτική ~ |
- πλήρης ~ χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική |
- η εφημερίδα κατακρίνει τα κόμματα για ανευθυνολογίες και υποσχέσεις |
- ο ανθρωπισμός δεν είναι ούτε αισθηματολογία, ούτε εκθηλυμένη ~ (Theodorakop) |
- η Eπικουρική φιλοσοφία νομίζει ότι θα ησυχάσει άμα καταφύγει στην ~ του δογματισμού (Papanoutsos, adapted) |
- ~ και αερολογία γεμίζουν τα κενά των διαλόγων μας (Palaiologos)
[neol (kath), cpd of AG ἀνεύθυνος & combin. form -λογία]
- talking irresponsibly, irresponsible talk (ant ευθυνολογία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευθυνολογώ [anefθinoloγó] Ρ10.9α : διατυπώνω δημόσια απόψεις και διαδίδω φήμες, ειδήσεις χωρίς αίσθηση ευθύνης: Πρέπει να δοθεί μια υπεύθυνη απάντηση, για να σταματήσουν όσοι ανευθυνολογούν.
[λόγ. ανεύθυν(ος) -ο- + -λογώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανευθυνολογώ [anefθinoloγó] ipf ανευθυνολογούσα (L)
- speak irresponsibly:
- ανευθυνολογεί συχνά παρά την υπεύθυνη θέση του |
- ο καθένας ανευθυνολογούσε ελεύθερα, με όλους τους κινδύνους που δημιουργούσε αυτή η ανευθυνολογία για τις ατομικές επιχειρήσεις και τα δημόσια οικονομικά (Papanoutsos)
[neol (kath), cpd of AG ἀνεύθυνα & combin. form -λογῶ]
- speak irresponsibly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεύθυνος -η -ο [anéfθinos] Ε5 : 1.που ενεργεί και συμπεριφέρεται χωρίς αίσθηση ευθύνης. ANT υπεύθυνος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mε την ανεύθυνη συμπεριφορά του δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. 2α. που δεν ευθύνεται για τις πράξεις του, που δεν είναι υποχρεωμένος να δίνει λόγο γι΄ αυτές: Σύμφωνα με το Σύνταγμα ο Πρόεδρος είναι ~ άρχοντας. || (ως ουσ.) το ανεύθυνο, η έλλειψη ευθυνών: Tο ~ του ανώτατου άρχοντα. β. που δε φέρει ευθύνη (για κτ. που συνέβη): Ο οδηγός του αυτοκινήτου είναι ~ για το δυστύχημα. γ. που δεν μπορεί κανείς να του αποδώσει ευθύνες: Tα μικρά παιδιά θεωρούνται ανεύθυνα. δ. (νομ.) που δεν έχει νομική ευθύνη, υποχρέωση: Ο πωλητής είναι ~, αν το εμπόρευμα πάθει ζημιά από υπαιτιότητα του αγοραστή.
ανεύθυνα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 1· χωρίς αίσθηση ευθύνης, χωρίς υπευθυνότητα: Διαδίδει ~ και επιπόλαια διάφορες φήμες. Ενεργεί ~ και χωρίς σοβαρότητα. [λόγ.: 2α: αρχ. ἀνεύθυνος· 1, 2β-δ: σημδ. γαλλ. irrésponsable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύθυνος1 [anéfθinos] ο, (L)
- ① unaccountable, irresponsible person (ant ο υπεύθυνος):
- οι ανεύθυνοι αγνοούσαν το πλέγμα κινδύνων που επικρατούσε (Charis) |
- μονάχα το αίμα των υπεύθυνων θυμάτων μπορούσε να στεριώσει το θρόνο του μεγάλου ανεύθυνου (Karagatsis)
- ② person not acting w. responsibility, irresponsible person (ant ο υπεύθυνος):
- χρειαζόταν προσοχή να μην περάσουν τα πράγματα σε χέρια ανεύθυνων (LPolitis) |
- η εξουσία από τους υπεύθυνους θα περνούσε στους ανεύθυνους (Psathas)
[substantiv. m of ανεύθυνος2]
- ① unaccountable, irresponsible person (ant ο υπεύθυνος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεύθυνος2, -η, -ο [anéfθinos] (L)
- ① unaccountable, irresponsible (ant υπεύθυνος, υπόλογος):
- ~ αρχηγός |
- ανέμελα, ανεύθυνα χρόνια |
- ο ανώτατος άρχων είναι ~ |
- δεν είσαι ~ για τις πράξεις σου |
- ο βασιλιάς κατά το σύνταγμα δεν ενεργεί καμιά υπεύθυνη πράξη και μ' αυτό τον όρο μένει ~ κι απαραβίαστος (Christidis, adapted) |
- η ανεύθυνη αυλή με την ένοχη συγκατάβαση των υπευθύνων συμβούλων της εκδηλώνει απροθυμία προκειμένου να δεχθεί σε ακρόαση βουλευτές της αντιπολιτεύσεως (Palaiologos)
- ② not acting or not done with responsibility, irresponsible (ant υπεύθυνος):
- ανεύθυνη ενέργεια, διάδοση, κουβέντα, πράξη, συζήτηση, συμπεριφορά, τακτική |
- ~ οικονομική πολιτική |
- ~ εισήγηση ανεύθυνων ανθρώπων |
- οι νέοι του εικοστού αιώνα δεν είναι μήτε ασυλλόγιστοι μήτε ανεύθυνοι (Panagiotop) |
- όλα αυτά είναι ανεύθυνα σχεδιάσματα ή άστοχα αντίγραφα από διαβάσματα (Theodorakop) |
- μια ανθολογία είναι κατά τη γνώμη μου η πιο ανεύθυνη και η πιο άνανδρη κριτική (Athanasiadis-N) |
- τα κείμενα αυτά περιορίζονται σε ανεύθυνες προχειρολογίες, θελημένες παρεξηγήσεις ή και άπρεπες διαβολές (Dimaras)
- ③ not responsible, guiltless, innocent (syn L αναίτιος):
- κανείς δεν είναι ~ για το μαρτύριό του (Papanoutsos) |
- ο Kαντ δεν είναι ~ για τη μετατόπιση του σκοπού της ηθικής αξίας της ζωής προς το μέλλον (Theodorakop) |
- η Eλένη στάθηκε όργανο των Θεών και συνεπώς ανεύθυνη η ίδια (Lekatsas) |
- αυτός είχε μείνει ανίκητος κι ο μόνος ~ για τη χρεοκοπία (Christidis)
[fr kath ανεύθυνος ← AG, K, cpd of pref ἀν- & AG εὐθύνη; cf Ξπεύθυνος, ἀνυπεύθυνος]
- ① unaccountable, irresponsible (ant υπεύθυνος, υπόλογος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανευθυνότητα η [anefθinótita] Ο28 : η ιδιότητα του ανεύθυνου, η έλλειψη υπευθυνότητας: H ~ των αρμοδίων προκαλεί αγανάκτηση. Ο χειρισμός του θέματος χαρακτηρίζεται από πλήρη ~.
[λόγ. ανεύθυν(ος) -ότης > -ότητα]



