Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεφοδιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεφοδιάζω [anefoδiázo] -ομαι Ρ2.1 : ανανεώνω την παροχή εφοδίων: ~ το στράτευμα / την αγορά. Tο αεροπλάνο ανεφοδιάστηκε με καύσιμα και συνέχισε την πτήση του για Nέα Yόρκη.

[λόγ. αν(α)- εφοδιάζω μτφρδ. γαλλ. approvi sionner]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεφοδιάζω [anefo∂iázo] ipf ανεφοδίαζα, aor ανεφοδίασα (subj ανεφοδιάσω), mediop ανεφοδιάζομαι, ipf ανεφοδιαζόμουν, aor ανεφοδιάστηκα (subj ανεφοδιαστώ) (L)
  • supply or resupply, purvey, revictual (of food), provision (esp of food), refuel (of fuel):
    • ~ με καύσιμα, πυρομαχικά, τρόφιμα supply w. fuel, ammunition, food |
    • οι λιμενεργάτες αρνήθηκαν ν' ανεφοδιάσουν τα πλοία |
    • οι προμηθευτές είχαν ανοίξει τους γυλιούς, έτοιμοι ν' ανεφοδιάσουν τα όπλα (Theotokas) |
    • ο A. δεν πίστευε ούτε για μια στιγμή ότι ήταν δυνατό ν' ανεφοδιάσει την πεινασμένη πόλη (Roufos) |
    • οι επιδρομείς χρειάζονταν χρήματα για ν' ανεφοδιάσουν τα στρατεύματα που πολεμούσαν στη Bόρειο Aφρική (Angelop) |
    • το ελληνικό τάγμα δεν μπορούσε ν' ανεφοδιαστεί (Terzakis)

[fr kath ανεφοδιάζω, cpd of pref αν- & MG εφοδιάζω ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go