Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεφάρμοστος -η -ο [anefármostos] Ε5 : που δεν έχει εφαρμοστεί ή που δεν μπορεί να εφαρμοστεί: ~ νόμος / κανόνας. H θεωρία αυτή είναι ανεφάρμοστη. Tα μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής αποδείχτηκαν ανεφάρμοστα.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -τος μτφρδ. γαλλ. inapplicable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεφάρμοστος, -η, -ο [anefármostos] (L)
- inapplicable, unworkable, impractical (ant L εφαρμόσιμος):
- ~ νόμος |
- ανεφάρμοστη διαταγή, θεωρία, λύση |
- ανεφάρμοστες αγορανομικές διατάξεις |
- ανεφάρμοστο σύστημα |
- το παράδειγμα αυτό είναι ανεφάρμοστο στην προκειμένη περίπτωση |
- η σχολική μεταρρύθμιση βρήκε μεγάλες δυσκολίες κ' έμεινε σε μεγάλο ποσοστό ανεφάρμοστη (Dimaras) |
- δεν μετεωρίζεται μέσα σε αχνές ιδέες αλλοδαπές και ανεφάρμοστες στη χώρα του (Athanasiadis-N) |
- συμβαίνει το θεωρητικά σωστό να είναι συχνά ανεφάρμοστο (Thrylos) |
- μια τέτοια πολιτική θα θεωρηθεί από πολλούς ανεφάρμοστη (Angelop) |
- το κύρος ενός επιστημονικού νόμου καθίσταται συχνά αμφίβολο και ανεφάρμοστο, όταν επεκταθεί πέρα από τα σταθερά και συγκεκριμένα όριά του (Dizikirikis) |
- η συμβουλή αυτή και άχρηστη και ανεφάρμοστη θα είναι σε μια αυριανή αληθινά πολιτισμένη κοινωνία (Katsigra)
[fr kath (neol]
- inapplicable, unworkable, impractical (ant L εφαρμόσιμος):



