Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανερώτητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανερώτητος, -η, -ο [anerótitos] (L)
  • ① unquestioned (syn αρώτητος, ant ρωτημένος):
    • δεν πρέπει να μείνουν ανερώτητα τέτοια πράγματα |
    • πάντα τον αφήνουν ανερώτητο |
    • ήρθε κι έφυγε ~ |
    • poem ούτε ένα μονοπάτι στην εξοχή ανερώτητο δεν έχει μείνει (Papatsonis)
  • ② not asked for permission or not having given permission:
    • έχω ανερώτητο τον πατέρα μου |
    • ο διευθυντής ήταν ~ αλλά αυτός έφυγε

[fr ByzG ανερώτητος; cpd of αν- & ερωτητός (: ερωτώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες