Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανερχόμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ανερχόμενος1 [anerxómenos] ο, (L)
  • person ascending:
    • το χωριό είναι ο πρώτος σταθμός για τους ανερχόμενους στο Kαρπενήσι (Varelas)

[substantiv. m of ανερχόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανερχόμενος2, -η, -ο [anerxómenos] (L)
  • ① going up, ascending (syn ανεβαίνοντας, ant κατερχόμενος L, κατεβαίνοντας):
    • ανερχόμενοι στα βουνά οι ορειβάτες αντιμετωπίζουν πολλούς κινδύνους |
    • κάποιος ~ τις σκάλες έκανε θόρυβο |
    • από τις ανερχόμενες λάβες έφραξε ο πόρος του ηφαιστείου (Varelas)
  • ② rising, advancing, improving (syn L προοδεύων):
    • ανερχόμενη παραγωγικότης rising productivity |
    • η ανερχόμενη αστική τάξη ζητούσε τη νόμιμη θέση της στη διοίκηση της χώρας (Chourmouzios) |
    • ο Nουμάς ήταν το περιοδικό μάχης του ανερχόμενου δημοτικισμού (Chatzinis) |
    • ο ουμανισμός κινδύνευε να εξαφανιστεί μέσα στο θόρυβο της ανερχόμενης μηχανής (id.)

[prp of ανέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες