Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπιφύλακτα [anepifílakta] adv (& ανεπιφύλαχτα) (L)
- unconditionally, unreservedly, wholeheartedly (syn απεριόριστα):
- αναγνωρίζω, αποδέχομαι, δέχομαι, εγκρίνω, επαινώ, θαυμάζω, υμνολογώ, υποστηρίζω, χειροκροτώ ~ |
- συμφωνώ, εμπιστεύομαι ~ |
- εγγυημένος ~ |
- το μυθιστόρημα αυτό κερδίζει ~ τον αναγνώστη (Sachinis) |
- η πίστη του εκδηλώνεται ~ μέσα στο δοκίμιό του (Chatzinis) |
- παραδόθηκα απόλυτα, ~, στην πανίσχυρη αυτή πνοή της μόνης ασυζήτητης αλήθειας (Tsatsos) |
- δεν με συνεπαίρνει η τέχνη του K. ~ (Theotokas) |
- ο Δούκας κι ο Φραντζής χρησιμοποιούν ~ στα κείμενά τους λέξεις ιταλικές και τούρκικες (Dimaras) |
- πιστεύουν στις αξίες του πολιτισμού τους ολοκληρωτικά κι ~ (Evelpidis) |
- αποδοκιμάζεται ανεπιφύλαχτα η υποκρισία των απόντων από την εκτέλεση του καθήκοντος (Papanoutsos) |
- τον μαστιγώνει καθαρά και ~ ως κλέφτη και ως υποκινητή ταραχών (Stavrou Ar)
[der of ανεπιφύλακτος2]
- unconditionally, unreservedly, wholeheartedly (syn απεριόριστα):