Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεπιτυχής -ής -ές
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιτυχής -ής -ές [anepitixís] Ε10 : που δεν έχει επιτυχία· αποτυχημένος. ANT επιτυχής: ~ απόπειρα ληστείας / βιασμού. || άστοχος: H επιλογή του για τη θέση του διευθυντή ήταν ~. Έγιναν πολλοί ανεπιτυχείς χειρισμοί. ανεπιτυχώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτυχ(ία) `έλλειψη επιτυχίας΄ -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. ανεπιτυχ(ής) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπιτυχής, -ής, -ές [anepitiCís] (L)
  • not well carried out, unsuccessful (ant L επιτυχής):
    • ~ προσπάθεια |
    • ανεπιτυχές διάβημα, σχέδιο |
    • έπειτ' από πολλές περισσότερο ή λιγότερο ανεπιτυχείς απόπειρες .. σταματώ σ' αυτήν εδώ την πρόσθετη διευκρίνηση (Papanoutsos) |
    • οι Aγραφιώτες κατορθώνουν ν' ανανεώσουν τα προνόμιά τους ύστερ' από ανεπιτυχή απόπειρα των Tούρκων να τα περιορίσουν ή να τα άρουν (Vacalop)
  • ⓐ fig infelicitous (syn άστοχος):
    • ~ απάντηση, έκφραση |
    • ίσως τελικά αυτός ο όρος να είναι ~ (Maronitis)

[fr kath ← K ἀνεπιτυχής (2nd c. AD), cpd of pref ἀν- & AG ἐπιτυχής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go