Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεπισήμως [anepisímos] adv (L) = ανεπίσημα
- :
- τον επισκέπτεται ~ |
- ταξιδεύει ~ |
- φεύγει ~, σαν άτομο, με τη δική του πρωτοβουλία (Karagatsis) |
- η εφημερίδα εκπροσωπεί ~ τις απόψεις των ομολογιούχων (Angelop) |
- η τακτική που ακολουθούσε, επισήμως και ~, το κόμμα ήταν η γραμμή που είχε δώσει ο αρχηγός (Roussos) |
- ~ έλεγαν πως επιθυμούσαν να συμβιβαστούν (Christidis)
[fr kath ανεπισήμως, der of ανεπίσημος]



