Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπηρέαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπηρέαστα [anepiréasta] adv (L)
  • without being influenced:
    • κοιτάξτε την Παρθένο καλά και ~ από την ψυχανάλυση (Kanellop) |
    • οι πικρές αναμνήσεις από την εκδικητικότητα των Iουδαίων δεν τον άφηναν να σκεφθεί σωστά και ~ (Stasinop) |
    • έχω κάθε δικαίωμα να μιλήσω εντελώς ~ και ελεύθερα (Papatsonis) |
    • πρέπει να σπάσει κανείς τα δεσμά και τους δεσμούς του και να εκφράσει αυτόνομα, αυτοδύναμα, ~ την προσωπική ύπαρξή του (Panagiotop) |
    • όλη η ζωή των αρχαίων Eλλήνων οργανώνεται τελείως ~ από τη ζωή των λαών που τους κυκλώνουν (Kakridis) |
    • οι ηθικές αντιδράσεις του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία λειτουργούν ~, κανονικά (TAthanasiadis)

[der of ανεπηρέαστος; cf K, kath ανεπηρεάστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες